νουμηνία

νουμηνία
και νεομηνία, η (Α νουμηνία και ιων. τ. νεομηνία και νεμονηΐα και νομενία)
η αρχή τής νέας Σελήνης και συνεπώς τού νέου σεληνιακού μήνα
νεοελλ.
χρονική στιγμή κατά την οποία η Σελήνη βρίσκεται σε σύνοδο, δηλαδή ανάμεσα στη Γη και στον Ήλιο, και γι' αυτό δεν φαίνεται, ενώ εισέρχεται σε νέα φάση τής περιφοράς της γύρω από τη Γη
αρχ.
πρωτομηνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νεομηνία < νέος + μήνη «σελήνη» (< μήν, μηνός), πρβλ. ιερο-μηνία. Ο τ. νουμηνία < νεομηνία με συναίρεση. Οι τ. νεμονηΐα και νομενία αποτελούν παρλλ. παρεφθαρμένους τύπους τής λ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νουμηνία — νουμηνίᾱ , νουμηνία new moon fem nom/voc/acc dual νουμηνίᾱ , νουμηνία new moon fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουμηνίᾳ — νουμηνίαι , νουμηνία new moon fem nom/voc pl νουμηνίᾱͅ , νουμηνία new moon fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουμηνία — η 1. νέο φεγγάρι, νέος σεληνιακός μήνας. 2. αρχή νέου μήνα, αρχιμηνιά, πρωτομηνιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νουμηνίας — νουμηνίᾱς , νουμηνία new moon fem acc pl νουμηνίᾱς , νουμηνία new moon fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουμηνίαι — νουμηνία new moon fem nom/voc pl νουμηνίᾱͅ , νουμηνία new moon fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουμηνίαν — νουμηνίᾱν , νουμηνία new moon fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουμηνιῶν — νουμηνία new moon fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουμηνίαις — νουμηνία new moon fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουμηνίη — νουμηνία new moon fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”